Τάρταρος

Τάρταρος
(πληθυντικός τα Τάρταρα). Μυθικός τόπος στα έγκατα της Γης, που ήταν, όπως αναφέρει ο μύθος, τόσο μακριά από την επιφάνειά της όσο η ίδια από τον ουρανό. Μέσα σε αυτόν τον ανήλιο τόπο υψωνόταν το ανάκτορο της Νύχτας, που το σκέπαζαν πάντοτε σκοτεινά σύννεφα. Γύρω του απλωνόταν ορειχάλκινο τείχος με βαριές σιδερένιες πύλες, που τις φύλαγαν οι 3 Εκατόγχειρες Κότος, Γύης και Βριάρεως, βοηθοί του Δία στην Τιτανομαχία. Εκεί έκλεισε ο Ολύμπιος νικητής τους Τιτάνες και τον πατέρα του Κρόνο. Ο T., κατά τις δοξασίες των αρχαίων Ελλήνων, ήταν η κόλαση, όπου βασανίζονταν οι αμαρτωλοί ύστερα από τον θάνατό τους. Η είσοδος του Τ. βρισκόταν στην Κιλικία και, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, στο ακρωτήριο Ταίναρο. Προσωποποίησή του ήταν ένας αρχέγονος θεός, ο T., γιος του Χάους και της Γης.
* * *
ο, ΝΜΑ, και ετερογενής τ. πληθ. τάρταρα, τα, ΝΑ, και σπάν. τ. εν. ουδ. τάρταρον, τὸ, Μ, και ως θηλ. τάρταρος, ἡ, Α
1. μυθ. α) γιος τού Αιθέρα και τής Γης, πατέρας τού Τυφώνα ή και τού Κέρβερου, προσωποποίηση τής ομώνυμης σκοτεινής αβύσσου
β) η χώρα τού Άδη τών αρχαίων, ένα βάραθρο που βρίσκεται κάτω από τη γη και απέχει από αυτήν όσο απέχει η γη από τον ουρανό, και όπου, σύμφωνα με την παράδοση, ο Ουρανός έριξε τους τρεις Κύκλωπες και ο Ζευς τους υπόλοιπους θεούς, όταν αυτοί επιχείρησαν να επαναστατήσουν και η οποία, επί πλέον, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, είναι ο τόπος ένωσης όλων τών ποταμών αλλά και ο τόπος τής αιώνιας τιμωρίας τών αμαρτωλών, σε αντίθεση με τις Νήσους τών Μακάρων όπου ζουν ευτυχισμένοι οι καλοί
νεοελλ.
στον πληθ. τα τάρταρα
η κόλαση
αρχ.
(σχετικά με τον Νείλο) βυθός, πυθμένας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. ανατολικό δάνειο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Τάρταρος — Τάρταρος, ο και Τάρταρα, τα ο Άδης, ο Κάτω Κόσμος, η κόλαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τάρταρος — the nether world fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταρτάροις — Τάρταρος the nether world fem dat pl Τάρταρος the nether world neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταρτάρων — Τάρταρος the nether world fem gen pl Τάρταρος the nether world neut gen pl Ταρταρόω cast into Tartarus imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) Ταρταρόω cast into Tartarus imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταρτάρου — Τάρταρος the nether world fem gen sg Ταρταρόω cast into Tartarus imperf ind act 3rd sg Ταρταρόω cast into Tartarus pres imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταρτάρους — Τάρταρος the nether world fem acc pl Ταρταρόω cast into Tartarus imperf ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταρτάρῳ — Τάρταρος the nether world fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τάρταρα — Τάρταρος the nether world neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τάρταρε — Τάρταρος the nether world fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τάρταροι — Τάρταρος the nether world fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”